- περιτοναϊκός
- η , ό[ν] брюшинный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιτοναϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιτόναιο 2. φρ. α) «περιτοναϊκή διάλυση» η περιτοναιοκάθαρση β) «περιτοναϊκή κοιλότητα» ο σχισμοειδής χώρος ανάμεσα στο περίτονο και στο περισπλάγχνιο πέταλο τού περιτοναίου γ) «περιτοναϊκό υγρό» ορώδες … Dictionary of Greek